Κυριακή 20 Μαρτίου 2011

Ο κύρης και ο διαβάτης


Περαστικέ, του κήπου μου την πόρτα που διαβαίνεις
πες μου ποιό είν’ το σπίτι σου και ο τόπος που πηγαίνεις;

*  *  *

Το σπίτι μου δεν με χωρά, ο τόπος μου μ’ εξόρισε
πήρα τον δρόμο τον μακρύ, η μοίρα μου που μ’ όρισε

Το σπίτι μου το άφησα στις μνήμες και στα χνάρια
να βρούνε τόπο να σταθούν και λίγο να μεριάσουν

Τον τόπο που πηγαίνω ίσως να μην τον φτάσω,
μπορεί και να τον πέρασα δίχως να τον λογιάσω

Κύρη εσύ και φύλακα μέσα στο σπιτικό σου
πες μου για τα μεράκια σου και για το ριζικό σου

*  *  *

Το ριζικό μου μ’ έχρισε πίσω απ’ αυτή τη θύρα
μα όλα όσα πόθησα, ποτέ μου δεν τα πήρα

Χώμα να ρίχνω στις μηλιές, νεράκι στα παρτέρια
και για του κόσμου τον καημό ρωτώ τα περιστέρια

Όσοι διαβήκαν απο δω, ξένοι ποτέ δεν ήσαν
οι κάμαρές του γέμησαν, με γέλια αντηχήσαν

Εγώ μόνο γι’ αντάλλαγμα ζητώ τη συντροφιά τους
λίγο θα ήθελα να δω μέσα από τη ματιά τους

Μα τον μεγάλο τον καημό φοβάμαι μην δε ζήσω
πως άλλου κόσμου τις αυλές, ποτέ δεν θα γνωρίσω

*  *  *

Όσους καρπούς κι αν γεύτηκα, σ’ όσες αυλές κι αν πήγα
δικό μου δέντρο να ανθεί, ποτέ μου δεν το είδα

Πάρε λοιπόν τα μάτια μου και γύρνα όλο το χάρτη,
μονάχα δως μου τα κλειδιά και όρισέ με κύρη.



Σάββατο 5 Μαρτίου 2011

Κάμωμα Νο. τάδε

Ας σε χαζέψω λίγο ακόμα 
και ύστερα ας πάψω.
Τον δρόμο ας πάψω των πουλιών
και των παιδιών το γέλιο.
Τον δρόσο πάνω στον ανθό
και της πηγής το ρέμα.
Ας πάψω της μάνας τον καημό
και του νεκρού τον ύπνο.
Τον ήλιο από την αυγή,
τη νύχτα απ' το σκοτάδι.
Το φόβο ας πάψω τ' αγριμιού,
τον πόνο απ το σημάδι.
Να πάψω δεν μπορώ.
Ας σε χαζέψω λίγο ακόμα.