Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010

Μετανοώ, μα δεν μετανοιώνω.

«Γιατί απλά μπορώ» είπα, πήρα μια βαθιά ανάσα και έκατσα. Πήρα μια θέση απέναντι απο τον εαυτό μου. Δίπλα του καθόταν εκείνη. Σε άλλες δυό θέσεις κάθονταν οι περιστάσεις. «Έτοιμοι;» ρώτησε η ζωή ενώ ανακάτευε την τράπουλα. Μετά απο μια δεύτερη βαθιά ανάσα με τα μάτια ανοιχτά, κούνησα καταφατικά το κεφάλι με περισσή πίστη και τα φύλλα άρχισαν να πέφτουν μπροστά μας. Ξεκίνησα προσεκτικά. Ήθελα να πετύχω ότι καλύτερο μπορούσα. Ήθελα πολύ να κερδίσω και τον εαυτό μου. Μα πιο πολύ ήθελα να φύγω τελευταίος απο το τραπέζι. Ίσως πιο πολύ δεν ήθελα να φύγω πρώτος. Το μόνο σίγουρο είναι οτι ήθελα να παίξω. Αυτά τα παιχνίδια έχουν το περισσότερο ενδιαφέρον. Δεν παίζεις λεφτά. Δεν παίζεις για αυτά. Παίζεις ελπίδες. Παίζεις για να μάθεις. Κέρδιζα παρτίδες, χαιρόμουν. Έχανα, λυπόμουν. Μικρές νίκες, μεγάλες χαρές. Και έπαιζα. Και πόνταρα. Όσο κέρδιζα, τόσο ξεθάρρευα και τόσο περισσότερα πόνταρα. Άρχιζα να σκέφτομαι τη νίκη. Να φαντασιώνομαι εμένα να σηκώνομαι απο το τραπέζι νικητής, περιχαρής και περήφανος. Λυτρωμένος και δικαιωμένος. Όσο προχωρούσε, το παιχνίδι γινόταν και πιο απαιτητικό. Η παραίτηση δεν ήταν επιλογή. Ποτέ δεν ήταν. Όλα ή τίποτα. Το παιχνίδι σου ζητούσε να ποντάρεις απο ‘σένα. Ζητούσε εσένα. Αχόρταγο. Και εσύ μεθυσμένος απο τις πρόσκαιρες νίκες ρίχνεις στο τραπέζι. Ρίχνεις εγωισμούς, αισθήματα, χρόνο, διαθέσεις. Το ρίσκο να τα χάσεις σε εθίζει. Εθισμένος και μεθυσμένος απο τον χείμαρρο των συναισθημάτων. Στον ιδρώτα του παιχνιδιού να πνίγω εμένα. Τυφλωμένος απο το άγγιγμα της νίκης. Την αγγίζεις, σου φεύγει. Σε αγγίζει και φεύγει. Μεθοδικός, προσεκτικός και ειλικρινής πάντα. Αυτό ήταν το καλό μου φύλλο. Σε αυτό πόνταρα. Το παιχνίδι σου βγάζει τον πραγματικό σου εαυτό. Σου τον βγάζει και σου τον παίρνει. Και σε κάνει άλλο άνθρωπο τελικά. Και έτσι κέρδισα τον εαυτό μου. Τον ξεπέρασα. Τον έμαθα και τον νίκησα. Και ένιωσα πιο δυνατός. Πανίσχυρος θα έλεγα. Ικανός να κάνω τα πάντα. Και εκεί ποντάρω τα πάντα μου. Λυσσώντας για την νίκη. Να πάρω εις διπλούν ότι πόνταρα. Να δικαιωθώ. Και τις περιστάσεις μπορούσα και κέρδιζα. Αλλά το παιχνίδι με αποδυνάμωνε. Δεν το έβλεπα. Κέρδιζα, αλλά έχανα εμένα. Με έχανα εμένα στη μέθη της νίκης, στην κόψη της άμετρης αισιοδοξίας, στις κορυφές του εγωισμού και του πείσματος. Τα έπαιξα όλα για όλα. Τα φύλλα μου ο Θεός μου. Εγώ ο ίδιος ήμουν αυτά. Ποτέ δεν υπολόγισα των άλλων τα χαρτιά. Δεν σκέφτηκα οτι μοίραζε η ζωή. Τα φύλλα μου, το παιχνίδι μου. Έχτισα τον κόσμο μου πάνω σε αυτά. Με περισσή βεβαιότητα για την έκβαση του παιχνιδιού. Φορούσα το ρούχο της υπομονής. Έλεγα ήμουν έτοιμος. Ήμουν δυνατός. Αλλά δεν μοίραζα εγώ. Δεν είχα εγώ την τράπουλα. Δεν ξέρω αν ήταν σημαδεμένη. Δεν έχει σημασία. Έχασα. Μάλλον δεν έχασα, απλά δεν νίκησα. Κανείς δεν νίκησε. Μόνος έπαιζα. Η παρτίδα του μυαλού μου δεν με έβγαλε νικητή. Κέρδισα κάτι. Έμαθα να παίζω. Έμαθα τι να ποντάρω. Να φεύγω στην ώρα μου. Δεν μου αρέσει όμως. Πρόωρη ήττα. Το απεχθάνομαι. Τα τείχη του εγωισμού μου δεν με αφήνουν. Ψηλοί οι πύργοι της υπερηφάνειας. Απο κεί έπεσα. Και έλεγα: «Θα χτυπάω το κεφάλι στον τοίχο μέχρι να σπάσει ένα απο τα δύο». Τίποτα δεν έσπασε. Αλλά πονάει τόσο το κεφάλι που παρακαλώ να σπάσει. Να γίνει θρύψαλλα να χαθούν στην άμμο. Θα ξαναέπαιζα. Για την μέθη και το μάθημα. Αποχωρώ με το κεφάλι ψηλά.  Πύρρειος νίκη ίσως;

Μετανοώ μα δεν μετανοιώνω.


Σίγουρα δεν ήταν το φύλλο μου.